κοσμητικάς — κοσμητικά̱ς , κοσμητικός skilled in ordering fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КРИТОН — • Crito, Κρίτων, 1. ученик Сократа, знаменитый преданностью своему учителю. Хотел освободить Сократа из тюрьмы, предлагая для этой цели свое имущество. Платон назвал его именем один из своих диалогов, в котором К. беседует в… … Реальный словарь классических древностей
ανθί — και άνθι 1. το άνθος ή αυτό που μοιάζει με άνθος σε φυτά μη κοσμητικά ή αρωματικά (π.χ. του πεύκου, του αμπελιού, του αγκαθιού) 2. το ανθάκι της λεμονιάς ή πορτοκαλιάς … Dictionary of Greek
κασία — και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη) νεοελλ. γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά μσν. αρχ. το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… … Dictionary of Greek
ποδόφυλλο — (podophyllum). Δικότυλο φυτό της οικογένειας των βερβεριδών, με 5 είδη, που ευδοκιμούν στην Αμερική, Ιμαλάια και Κίνα. Είναι πόες πολυετείς και φρυγανώδεις, με ριζωματώδη κορμό, φύλλα στρογγυλά και άνθη λευκά με βαριά μυρουδιά. Ο καρπός τους… … Dictionary of Greek